- δεντροφυτεία
- ηφυτεία από νεαρά δέντρα που προορίζονται για περιβόλια: Είναι ιδιοκτήτες μεγάλης δεντροφυτείας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.